ηλεκτρολόγος

ηλεκτρολόγος
ο
1. επιστήμονας που ασχολείται με τις πρακτικές εφαρμογές του ηλεκτρισμού: Το όνειρό του ήταν να μπει στη σχολή ηλεκτρολόγων του Πολυτεχνείου.
2. ηλεκτροτεχνίτης: Κάλεσε τον ηλεκτρολόγο για να επισκευάσει το ψυγείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρολόγος — ο, η 1. επιστήμονας μηχανικός που ασχολείται ειδικά με τις πρακτικές εφαρμογές τού ηλεκτρισμού 2. ηλεκτροτεχνίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο * + λογος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αρχαιο λόγος, μηχανο λόγος. Η λ. στον πληθ. ηλεκτρολόγοι μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρολογία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των φαινομένων του ηλεκτρισμού. Βλ. λ. ηλεκτρισμός. * * * η κλάδος τών φυσικών επιστημών που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών αρχών στις οποίες βασίζονται οι πρακτικές εφαρμογές τού ηλεκτρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρολογικός — ή, ό [ηλεκτρολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτρολογία …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομηχανικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μηχανικό σύστημα που εκτελεί ηλεκτρικούς χειρισμούς 2. χαρακτηρισμός διατάξεων και ελέγχου μιας συσκευής, όταν η διάταξη αποτελείται από ένα σύνολο μηχανικών μερών που οι κινήσεις τους, σε συνδυασμό με… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροτεχνίτης — ο τεχνίτης ειδικός στην εκτέλεση ηλεκτρικών εγκαταστάσεων και στον χειρισμό ή στην επισκευή ηλεκτρικών μηχανών, οργάνων ή εργαλείων, αλλ. ηλεκτρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrotechnician < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) +… …   Dictionary of Greek

  • Βαλέσα, Λεχ — (Lech Walesa, Ποπόβο, Πολωνία 1943 –). Πολωνός συνδικαλιστής και πρόεδρος της Πολωνικής Δημοκρατίας (1990 95). Εργαζόμενος ως ηλεκτρολόγος στα ναυπηγεία Λένιν του Γκντάνσκ δραστηριοποιήθηκε έντονα στο συνδικαλιστικό κίνημα, πρωτοστατώντας σε… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Βόζνιακ, Στιβ — (Steven Wozniak,Καλιφόρνια 1950 –). Αμερικανός ηλεκτρολόγος μηχανικός και επιχειρηματίας. Μεγάλωσε στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως Σίλικον Βάλεϊ, πατρίδα της τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”